Ακόμη μια εργασία:
Χριστός Ανέστη…, έψαλε ο παπάς και η κυρία Δέσποινα για
πρώτη φορά δεν κάθισε ως το τέλος της λειτουργίας. Βιαζότα να γυρίσει στο σπίτι
της, νατσουγκρίσει τα κόκκινα αυγά με τον Κωσταντή, να φάνε μαζί τη μαγειρίτσα…
Προχωρώντας με γρήγορο βήμα και γεμάτη χαρά λοιπόν, η κυρία
Δέσποινα είχε στον νου της μόνο τον Κωσταντή, ανυπομονούσε.Δεν το ήξερε το
παιδάκι, μόλις πριν λίγες ώρες το γνώρισε αλλα το ένιωθε σαν δικότης παιδί,
ένιωθε σαν να είχε δίπλα της τον Αντωνάκη…
Έφτασε λοιπόν στην είσοδο της πολυκατοικίας, έβαλε το
κλειδί στην κλειδαρότρυπα, άνοιξε την πόρτα γρήγορα γρήγορα, διένυσε τον
διάδρομο μέσα σε δύο λεπτά και έφτασε επιτέλους στο διαμερισμα της. Πήρε μια
βαθιά ανάσα, άνοιξε την πόρτα και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι.
Ο Κωσταντής κοιμόταν ήσυχος, δεν είχε καταλάβει πως η κυρία
Δέσποινα είχε φύγει ενώ κοιμόταν ούτε πως ξαναγύρισε,μόλις τον είδε να κοιμάται
ένα χαμόγελο μέχρι τάυτία σχηματίστηκε στο πρόσωπο της και μέτα από λίγο κίνησε
προς την κουζίνα. Ετοίμασε το τραπέεζι, έβαλε σε δύο πιάτα λίγη μαγειρίτσα,
έβαλε σε ένα βαθύ πιάτο μερικά βαμμε΄να κόκκινα αυγά, λίγο ψωμάκι, τα τοποθέτε
στο τραπέζι και πήγε ευθύς στο σαλόνι να σηκώσει τον Κωσταντή.
- Κωσταντή! Κωσταντή! Είπε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής
της και σκουντώτας τον ελαφρά.
Ο Κωσταντής δεν έλεγε να ξυπνήσει, πρώτη φορά ένιωσε τέτοια
ζεστασιά, τέτοια θαλπωρή.
- Κωσταντή! Είπε για Τρίτη φορά η κυρία Δέσποινα αυτή τη
φορά ακόμα πιο δυνατά.
- Εεε… Τι γίνεται; Ρώτησε ο Κωσταντής τρίβοντας τα μάτια του
χωρίς να έχει αίσθηση του τόπου και του χρόνου.
- Κωσταντή έλα, σήκω να φάμε, να τσουγκρίσουμε και τα
αυγά..!
- Να φάμε; Τι ώρα είναι; Ρωτάει απορρημένος.
- Αμμμ… -η κυρία Δέσποινα ρίχνει μια ματία στο ρολόι φορούσε
στο χέρι της- … Είναι 01:30
π.μ… του απαντάει τελικά.
- Είναι πολύ αργά και νοιστάζω. Λεεί ο Κωσταντής απρόθημος
να σηκώθει απ΄ τον καναπέ
- Έλα πρέπει να φάμε! Επιμένει η κυρία Δέσποινα.
- Γιατί είναι τόσο σημαντικό;
- Είναι έθιμο, κάθε
χρόνο έτρωγα φαγητό και τσούγκριζα τα κόκκινα αυγά με τον Αντωνάκη.
-Τι έθιμο; Εγώ δεν ξέρω τίποτα από έθιμα εδώ στην Ελλάδα.
Η κυρία Δέσποινα καταφέρνει να πείσει τον Κωσταντή να πάνε
να φάνε τελικά. Τρώνε, τσουγκρίζουν και τ’ αυγά, περνάνε καλά και ο Κωσταντής
μαθαίνει τα πάντα για το Πάσχα από αυτήν. Στο τέλος του δείπνου η κυρία Δέσποινα
με τη βοήθεια του Κωσταντή μαζεύει το τραπέζι και τον οδηγεί στο δωμάτιο του
εγγονού της, το οποίο πλέον δεν χρησιμοποιέι, του έδωσε ένα ζευγάρι πιτζάμες
και και έπεσαν και οι δύο για ύπνο, η κυρία Δέσποινα στο υπνοδωμάτιο της και ο
Κωσταντής στου Αντωνάκη.
Το πρωί ο Κωσταντής σηκώνεται από το κρεβάτι και τρέχει προς
την κουζίνα. Δεν βρίσκει την κυρία Δέσποινα στο σπίτι, είναι μόνος. Στο
ψυγείο βλέπει ένα κολλημένο σημείωμα με το οποίο παρά τις προσπάθειες του δεν
καταφέρνει να το διαβάσει. Το πρωινό που έχει ετοιμάσει η κυρία Δέσποινα και πηγαίνει
στο σαλόνι να την περιμένει. Πέντε λεπτά αργότερα μπαίνει στο σπίτι φορτωμένη με ψώνια.
- Κωσταντή! Φωνάζει
Ο Κωσταντής τρέχει αμέσως προς το μέρος της.
- Καλημέρα κυρία Δέσποινα, που ήσασταν;
- Στην εκκλησία Κωσταντή μου δεν διάβασες το σημείωμα που
σου άφησα; Πάνω στο ψυγείο το κόλλησα.
- Εγώ… δεν…. Λέει κατεβάζοντας το κεφάλι.
- Τι έγινε; Μην ανησυχείς μπορείς να μου τα πεις όλα. του
χαμογελάει καθησυχαστικά.
- Εγώ… δεν ξέρω να διαβάζω…
- Αυτό ήταν βρε Κωσταντή; Μην ανησυχείς καλέ μου,. Είμαι εγώ
εδώ. Εγώ θα σου μάθω και να γράφεις και να διαβάζεις. Εγώ ξέρεις, πριν πάρω
σύνταξη ήμουν δασκάλα.
- Αλήθεια; Και μπορείτε να μου μάθετε γράμματα;
- Μα φυσικά! τον επιβεβαιώνει.
Δεν είναι τόσο εύκολο, εγώ δεν πήγα καν στην πρώτη τάξη του
Δημοτικού! Νομίζω πως θα δυσκολευθείτε πολύ.
- Τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο, αρκεί να έχεις καλή θέληση.
Του λέει κλείνοντας του το μάτι.
- Και πότε θ’ αρχίσουμε; Την ρωτάει
- Τώρα αμέσως. Α, και αυτό εδώ το σπίτι από ‘δω και πέρα
είναι και δικό σου.
- Σοβαρολογείτε;
- Ναι, γιατί όχι; Δεν μπορώ να σε αφήσω στο δρόμο.
Και τότε ο Κωσταντής γεμάτος χαρά την αγκαλιάζει σφιχτά και
της δίνει ένα φιλί στο μάγουλο.
Σιγά σιγά μια πολύ δυνατή σχέση αρχίζει να δημιουργείται
ανάμεσα τους. Η κυρία
Δέσποινα μεγαλώνει τον Κωσταντή σαν εγγονό της, τον
διδάσκει, τον φροντίζει και
Και κατά κάποιον τρόπο ο Κωσταντής την γεμίζει, είναι σαν να
έχει δίπλα της τον Αντωνάκη και… Παρόλο που ο Κωσταντής δεν ξαναείδε τους
γονείς του από τότε, έζησε ευτυχισμένος και χαρούμενος μαζί της και της στάθηκε
στα γεράματα της μέχρι το τέλος
της ζωής της…