Τί απέγινε άραγε ο Κωνσταντής; (2)

 Ακόμη μια εργασία:

Χριστός Ανέστη…, έψαλε ο παπάς και η κυρία Δέσποινα για πρώτη φορά δεν κάθισε ως το τέλος της λειτουργίας. Βιαζότα να γυρίσει στο σπίτι της, νατσουγκρίσει τα κόκκινα αυγά με τον Κωσταντή, να φάνε μαζί τη μαγειρίτσα…
    Προχωρώντας με γρήγορο βήμα και γεμάτη χαρά λοιπόν, η κυρία Δέσποινα είχε στον νου της μόνο τον Κωσταντή, ανυπομονούσε.Δεν το ήξερε το παιδάκι, μόλις πριν λίγες ώρες το γνώρισε αλλα το ένιωθε σαν δικότης παιδί, ένιωθε σαν να είχε δίπλα της τον Αντωνάκη…
    Έφτασε λοιπόν στην είσοδο της πολυκατοικίας, έβαλε το κλειδί στην κλειδαρότρυπα, άνοιξε την πόρτα γρήγορα γρήγορα, διένυσε τον διάδρομο μέσα σε δύο λεπτά και έφτασε επιτέλους στο διαμερισμα της. Πήρε μια βαθιά ανάσα, άνοιξε την πόρτα και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι.
Ο Κωσταντής κοιμόταν ήσυχος, δεν είχε καταλάβει πως η κυρία Δέσποινα είχε φύγει ενώ κοιμόταν ούτε πως ξαναγύρισε,μόλις τον είδε να κοιμάται ένα χαμόγελο μέχρι τάυτία σχηματίστηκε στο πρόσωπο της και μέτα από λίγο κίνησε προς την κουζίνα. Ετοίμασε το τραπέεζι, έβαλε σε δύο πιάτα λίγη μαγειρίτσα, έβαλε σε ένα βαθύ πιάτο μερικά βαμμε΄να κόκκινα αυγά, λίγο ψωμάκι, τα τοποθέτε στο τραπέζι και πήγε ευθύς στο σαλόνι να σηκώσει τον Κωσταντή.

- Κωσταντή! Κωσταντή! Είπε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής της και σκουντώτας τον ελαφρά.
Ο Κωσταντής δεν έλεγε να ξυπνήσει, πρώτη φορά ένιωσε τέτοια ζεστασιά, τέτοια θαλπωρή.
- Κωσταντή! Είπε για Τρίτη φορά η κυρία Δέσποινα αυτή τη φορά ακόμα πιο δυνατά.
- Εεε… Τι γίνεται; Ρώτησε ο Κωσταντής τρίβοντας τα μάτια του χωρίς να έχει αίσθηση του τόπου και του χρόνου.
- Κωσταντή έλα, σήκω να φάμε, να τσουγκρίσουμε και τα αυγά..!
- Να φάμε; Τι ώρα είναι; Ρωτάει απορρημένος.
- Αμμμ… -η κυρία Δέσποινα ρίχνει μια ματία στο ρολόι φορούσε στο χέρι της- … Είναι 01:30
π.μ… του απαντάει τελικά.
- Είναι πολύ αργά και νοιστάζω. Λεεί ο Κωσταντής απρόθημος να σηκώθει απ΄ τον καναπέ
- Έλα πρέπει να φάμε! Επιμένει η κυρία Δέσποινα.
- Γιατί είναι τόσο σημαντικό;
-  Είναι έθιμο, κάθε χρόνο έτρωγα φαγητό και τσούγκριζα τα κόκκινα αυγά με τον Αντωνάκη.
-Τι έθιμο; Εγώ δεν ξέρω τίποτα από έθιμα εδώ στην Ελλάδα.

     Η κυρία Δέσποινα καταφέρνει να πείσει τον Κωσταντή να πάνε να φάνε τελικά. Τρώνε, τσουγκρίζουν και τ’ αυγά, περνάνε καλά και ο Κωσταντής μαθαίνει τα πάντα για το Πάσχα από αυτήν. Στο τέλος του δείπνου η κυρία Δέσποινα με τη βοήθεια του Κωσταντή μαζεύει το τραπέζι και τον οδηγεί στο δωμάτιο του εγγονού της, το οποίο πλέον δεν χρησιμοποιέι, του έδωσε ένα ζευγάρι πιτζάμες και και έπεσαν και οι δύο για ύπνο, η κυρία Δέσποινα στο υπνοδωμάτιο της και ο Κωσταντής στου Αντωνάκη.
         Το πρωί ο Κωσταντής σηκώνεται από το κρεβάτι και τρέχει προς την κουζίνα. Δεν βρίσκει την κυρία Δέσποινα στο σπίτι, είναι μόνος. Στο ψυγείο βλέπει ένα κολλημένο σημείωμα με το οποίο παρά τις προσπάθειες του δεν καταφέρνει να το διαβάσει. Το πρωινό που έχει ετοιμάσει η κυρία Δέσποινα και πηγαίνει στο σαλόνι να την περιμένει. Πέντε λεπτά αργότερα μπαίνει στο σπίτι φορτωμένη με ψώνια.
- Κωσταντή! Φωνάζει
Ο Κωσταντής τρέχει αμέσως προς το μέρος της.
- Καλημέρα κυρία Δέσποινα, που ήσασταν;
- Στην εκκλησία Κωσταντή μου δεν διάβασες το σημείωμα που σου άφησα; Πάνω στο ψυγείο το κόλλησα.
- Εγώ… δεν…. Λέει κατεβάζοντας το κεφάλι.
- Τι έγινε; Μην ανησυχείς μπορείς να μου τα πεις όλα. του χαμογελάει καθησυχαστικά.
- Εγώ… δεν ξέρω να διαβάζω…
- Αυτό ήταν βρε Κωσταντή; Μην ανησυχείς καλέ μου,. Είμαι εγώ εδώ. Εγώ θα σου μάθω και να γράφεις και να διαβάζεις. Εγώ ξέρεις, πριν πάρω σύνταξη ήμουν δασκάλα.
- Αλήθεια; Και μπορείτε να μου μάθετε γράμματα;
- Μα φυσικά! τον επιβεβαιώνει.
Δεν είναι τόσο εύκολο, εγώ δεν πήγα καν στην πρώτη τάξη του Δημοτικού! Νομίζω πως θα δυσκολευθείτε πολύ.
- Τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο, αρκεί να έχεις καλή θέληση. Του λέει κλείνοντας του το μάτι.
- Και πότε θ’ αρχίσουμε; Την ρωτάει
- Τώρα αμέσως. Α, και αυτό εδώ το σπίτι από ‘δω και πέρα είναι και δικό σου.
- Σοβαρολογείτε;
- Ναι, γιατί όχι; Δεν μπορώ να σε αφήσω στο δρόμο.
Και τότε ο Κωσταντής γεμάτος χαρά την αγκαλιάζει σφιχτά και της δίνει ένα φιλί στο μάγουλο.
Σιγά σιγά μια πολύ δυνατή σχέση αρχίζει να δημιουργείται ανάμεσα τους. Η κυρία
Δέσποινα μεγαλώνει τον Κωσταντή σαν εγγονό της, τον διδάσκει, τον φροντίζει και
Και κατά κάποιον τρόπο ο Κωσταντής την γεμίζει, είναι σαν να έχει δίπλα της τον Αντωνάκη και… Παρόλο που ο Κωσταντής δεν ξαναείδε τους γονείς του από τότε, έζησε ευτυχισμένος και χαρούμενος μαζί της και της στάθηκε στα γεράματα της μέχρι το τέλος
της ζωής της…





Τί απέγινε άραγε ο Κωνσταντής;

 Οι μαθητές της Α' τάξης έδωσαν συνέχεια στο διήγημα της Λίτσας Ψαραύτη, "Ο Κωνσταντής". Παρακάτω μπορείτε να απολαύσετε τις εργασίες τους:


         Γυρίζοντας σπίτι η κυρία Δέσποινα δεν βρήκε τον Κωσταντή.Φώναζε,φώναζε,πουθενά ο μικρός. Το μόνο που βρήκε ήταν ένα γράμμα που έλεγε "Σας ευχαριστώ για όλα"και πάνω είχε ένα γαριφαλάκι.
   Το άλλο πρωί ξύπνησε η κυρία Δέσποινα και βγήκε στους δρόμους. Ξεκίνησε από τις γειτόνισσες. Χτυπούσε τις πόρτες και ρωτούσε με αγωνία, αν είχαν δει ένα μικρό παιδάκι, που μέχρι χθες δούλευε στα φανάρια. Μάταια, κανείς δεν ήξερε τίποτα. Συνέχισε να ψάχνει. Σε μια στιγμή είδε ένα παιδάκι που έμοιαζε με τον Κωσταντή. Έτρεχε να το προλάβει,το έφτασε, το ακούμπησε στην πλάτη, μα  όταν γύρισε δεν ήταν αυτός. Δεν απογοητεύτηκε, συνέχισε το ψάξιμο. όλη μέρα έψαξε σπιθαμή προς σπιθαμή την πόλη. 
    Βράδιασε πια.Η κυρία Δέσποινα εξαντλημένη γύρισε στο σπίτι της. ετοίμασε κάτι πρόχειρο να φαέι.  Μπουκιά δεν κατέβαινε. Την έζωναν τα φίδια. Δεν ήξερε τί να κάνει. Αποφάσισε να κάνει ένα μπάνιο και να ξαναβγεί.
       Την ώρα πού ετοιμαζόταν να βγει, άκουσε ένα επίμονο χτύπημα στην πόρτα. Οι ελπίδες της αναπτερώθηκαν. Άνοιξε την πόρτα και οι ελπίδες της έσβησαν μεμιάς. Ήταν η γειτόνισσα.Της είπε οτι στις ειδήσεις έδειχνε ένα παιδάκι σαν αυτό που της περιέγραφε το πρωί. Ανοιξε αμέσως την τηλεόραση και πράγματι ήταν αυτός. Ο μικρός Κωνσταντής. Μόνο τη φωτογραφία του προσώπου του γνώρισε. Γιατί η άλλη εικόνα, δεν θύμιζε σε τίποτα το ξανθό, χαριτωμένο παιδάκι που είχε φιλοξενήσει στο σπίτι της. Ο μικρός βρισκόταν μέσα σε ένα χαρτόκουτο με σκισμένα ρούχα και με μελανιές. Η κυρία Δέσποινα σωριάστηκε στο πάτωμα. Μόλις που άκουγε τους δημοσιογράφους να βγάζουν το πόρισμα: "Οι αρχές είπαν οτι το άτυχο παιδί  έπεσε θύμα κακοποίησης. Σύντομα θα γνωρίζουμε τα στοιχεία του τραγικού θύματος. Γίνονται έρευνες για τον εντοπισμό και τη σύλληψη των δραστών". Δεν άντεξε, λυποθήμησε. 
     Συνήλθε κάπως η κυρία Δέσποινα, την επόμενη μέρα. Πέρασε από το τμήμα, έδωσε κατάθεση, ζήτησε άδεια να κηδέψει τον μικρό. Μα το παιδί μεταφέρθηκε στην πατρίδα του, στους γονείς του. "Καλύτερα έτσι", σκέφτηκε η κυρία Δέσποινα, "έκει έπρεπε να βρίσκεται". 
 Οι μέρες περνούσαν, ήρθε και πάλι η άνοιξη. Σαρακοστή,  και η κυρία Δέσποινα κάθε μέρα μαράζωνε. Τις νύχτες τον έβλεπε στα όνειρά της. Τις τελευταίες μέρες τα όνειρα γινόταν όλο και πιο ζωντανά. Ο Κωνσταντής ντυμένος με τα καλά ρούχα του εγγονού της, της χαμογελούσε και κάτι έλεγε, που δεν καταλαβαινε η κυρία Δέσποινα. Πάντα ξυπνούσε με αυτή την έγνοια. "Τί να θέλει άραγε;".
    Ένα βράδυ που έβρεχε η κυρία Δέσποινα καθόταν στον καναπέ και άκουγε τον ήχο της βροχής, και για ακόμη μια φορά θυμήθηκε τον Κωνσταντή. Ξάφνου  χτύπησε το τηλέφωνο και χάλασε την ησυχία που επικρατούσε.  Ήταν ο Αντωνάκης, ο εγγονός της κ Δέσποινας. Η φωνή του ακουγόταν βαθειά μέσα από το τηλέφωνο από εκεί μακριά από τη Βαλτιμόρη. «γιαγιά, τι κάνεις; Σε πεθύμησα». Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. Η φωνή της χαρούμενη και λυπημένη μαζί έτρεμε. Μιλούσαν για πολύ ώρα. Του είπε για τον Κωνσταντή, για το πόσο της λείπει… Δεν έλεγε να κλείσει το τηλέφωνο. Ώσπου άκουσε από την άλλη μεριά της γραμμής:  «Καληνύχτα γιαγιά και ελπίζω να τα πούμε σύντομα. Σκεφτόμαστε να έρθουμε φέτος το Πάσχα. Μου το υποσχέθηκαν ο μπαμπάς και η μαμά». Αυτό το τηλεφώνημα της έδωσε μια χαρά και έπεσε να κοιμηθεί. Στον ύπνο της αυτή τη φορά δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο του παιδιού που την επισκέφτηκε. Άλλοτε έμοιαζε του Κωνσταντή κι άλλοτε του Αντωνάκη. Στο τέλος ξεκαθάρισε η εικόνα. Ο Κωνσταντής της άπλωσε το χέρι και την προσκάλεσε. Η κυρία Δέσποινα τον κράτησε σφιχτά και το πρόσωπό της έλαμψε. «Χριστός Ανέστη, Κωνσταντή», του είπε. «Χριστός Ανέστη, κυρία Δέσποινα». Απάντησε.  Χέρι- χέρι πιασμένοι βάδιζαν ευτυχισμένοι.
  Μεγάλο Σάββατο και οι γειτόνισσες την έχασαν την κυρία Δέσποινα. Χτυπούσαν με τις ώρες, αλλά μάταια. Άνοιξαν την πόρτα και την βρήκαν νεκρή στο κρεβάτι με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη.

                                                                                                            Άννα-Μαρία Γραμπή

                                                                                                           

χριστουγεννιάτικη γιορτή 2013-14

Στη γιορτή εκτός από το μονόπρακτο πάνω στο ποίημα του Κ.Π.Καβάφη, παρουσιάστηκε και ένα πρωτότυπο θεατρικό (μονόπρακτο κι αυτό) γραμμένο από τη φιλόλογό μας την κα Σαράφη. Το έργο είχε τίτλο "το πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων". εδώ μπορείτε να δείτε το βιντεάκι που συνόδευε την παράσταση.



και ένα βιντεάκι με χριστουγεννιάτικα κάλαντα από την ελληνικη παράδοση!